μουντζαλιά

μουντζαλιά
και μουτζαλιά, η
κηλίδα με μελάνι, μελανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μου(ν)τζαλιά έχει προέλθει πιθ. από συμφυρμό τών λ. μού(ν)τζα + μελανιά, από όπου μουντζανιά και, με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου -ν- σε -λ-, μουντζαλιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουντζαλιά — η το να λερωθεί κάτι με μελάνι, η μελανιά: Γέμισε το χαλί μουντζαλιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουντζαλώνω — [μουντζαλιά] λερώνω κάτι με μουντζαλιές, με μαύρες κηλίδες …   Dictionary of Greek

  • μουντζαλιάζω — και μουτζαλιάζω [μουντζαλιά] λερώνω με μελάνι, με μελανές κηλίδες μουντζαλώνω …   Dictionary of Greek

  • μουτζαλιά — η βλ. μουντζαλιά …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρα — η 1. μαύρος λεκές από μελάνι ή άλλη ουσία, η μουντζαλιά: Θύμωσε και γέμισε το βιβλίο μου μουντζούρες. 2. μτφ., ατιμία, αισχρή πράξη: Το παρελθόν του είναι γεμάτο μουντζούρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”